-
1 ψυγείο
[псигио] сто. о. холодильник,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψυγείο
-
2 холодильник
холоди́льн||икм1. τό ψυγεῖο[ν], ἡ πα-γωνιέρα:ваго́н-\холодильник βαγόνι ψυγείο· электрический \холодильник τό ἡλεκτρικό ψυγείο·2. (конденсатор) ὁ ψυκτήρ [-ας], τό ψυγείο. -
3 холодильник
-а α.1. ψυγείο•электрический холодильник ηλεκτρικό ψυγείο•
городской холодильник το ψυγείο της πόλης.
2. ραντιατέρ•холодильник машины ψυγείο μηχανής.
-
4 рефрижератор
рефрижераторм1. тех. ὁ ψυκτήρ, ὁ ψυκτήρας, τό ψυγεῖο[ν]·2. (для перевозок) τό πλοΐο-ψυγεῖο (судно)/ τό βαγόνι-ψυγεῖο (вагон). -
5 рефрижераторный
επ.του ψυγείου•-аяустановка εγκατάσταση ψυγείου.
|| με ψυγείο•автомобиль αυτοκίνητο-ψυγείο•
-ое судно σκάφος—ψυγείο.
-
6 радиатор
1. (нагревательный прибор) το σώμα θέρμανσης, το καλοριφέρ (ξεν.) 2. (устройство для охлаждения полупроводникового прибора) το σύστημα ψύξης των ημιαγωγών 3. (теплообменник в д.в.с.) το ψυγείο μηχανήςмасляный - ελαίου/λαδιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиатор
-
7 хранение
η φύλαξ/η, η αποθήκευσηплата за - груза на ж.-д. станции сверх срока οι επισταλίες για - του φορτίου στον σιδηροδρομικό σταθμόсрок - я προθεσμία/διορία - ης- σε χύμαхолодильное - σε ψύξη/ψυγείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хранение
-
8 холодильник
-
9 ледник
-а α.1. υπόγειο ψυγείο (με πάγο ή χιόνι)• ειδικό κιβώτιο-ψυγείο.2. παγετώνας, ογκόπαγος. -
10 рефрижератор
-а α.ψυκτήρας, ψυγείο. || σκάφος, βαγόνι αυτοκίνητο κλπ. ως ψυγείο. -
11 авторефрижератор
το αυτοκίνητο-ψυγείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авторефрижератор
-
12 вагон
το (σιδηροδρομικό) όχημαразг. το βαγόνι (ξεν.)пассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -саморазгружающийся - αυτοεκφορτιζόμενο/ανατρεπόμενο -спальный - η κλινάμαξα, το βαγκόν-λι (ξεν.)товарный - φορτηγό/εμπορικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагон
-
13 воздухоохладитель
το ψυγείο αέροςο αερόψυκτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > воздухоохладитель
-
14 газоохладитель
ο συμπυκνωτής/το ψυγείο αερίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газоохладитель
-
15 конденсатор
(хим., эл.) о συμπυκνωτ/ής(тепл.) о συμπυκνωτής, το ψυγείο της ατμομηχανής- служит для накопления электрической энергии - χρησιμοποιείται για συσσώρευση της ηλεκτρικής ενέργειαςмасляный - λαδιού/ελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конденсатор
-
16 контейнер
1. (тара) το εμπορευματοκιβώτιο, το κοντέινερ (ξεν.) 2. (приспособление, тара) το δοχείο, ο υποδοχέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контейнер
-
17 мясохладобойня
το σφαγείο-ψυγείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мясохладобойня
-
18 охладитель
1. (устройство) το ψυγείο, η συσκευή ψύξηςο ψύκτης2. (среда, вещество) το ψυκτικό μέσον, η ψυκτική ουσία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > охладитель
-
19 пароохладитель
το ψυγείο ατμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пароохладитель
-
20 поддон
η λεκάνη, η υποδοχή, разг. η παλέτα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поддон
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ψυγείο — Bλ. λ. ηλεκτρικές οικιακές συσκευές. * * * το / ψυγεῑον, ΝΑ νεοελλ. 1. συσκευή ή ειδικός χώρος που ψύχεται με τη βοήθεια ηλεκτρικού μηχανισμού και όπου συντηρούνται ευαλλοίωτα τρόφιμα και άλλα προϊόντα 2. (ιδίως παλαιότερα) ειδικό έπιπλο για τον… … Dictionary of Greek
ψυγείο — το 1. χώρος που ψύχεται με πάγο ή ηλεκτρισμό. 2. εξάρτημα των κυλίνδρων των μηχανών εσωτερικής καύσης που χρησιμεύει για το πάγωμά τους κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… … Dictionary of Greek
εκτονωτήρας — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τον υποβιβασμό της πίεσης ενός ρευστού σε κάποιο σημείο της διαδρομής του είτε κατά την είσοδο είτε κατά την έξοδό του από έναν κλειστό χώρο. Ο ε. έχει ως προορισμό τη διατήρηση της πίεσης σε σταθερή τιμή, όπως… … Dictionary of Greek
θερμοδόκη — η (θερμ. μηχ.) βοηθητικό εξάρτημα τών εγκαταστάσεων ατμού το οποίο αποτελεί δεξαμενή συγκέντρωσης τού νερού που προέρχεται από το ψυγείο τής εγκατάστασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + δόκη (< δέχομαι)] … Dictionary of Greek
κενοκοπώ — (Α κενοκοπῶ, έω) νεοελλ. (για μηχανή) κινούμαι μόνο με τη βοήθεια τού κενού που υπάρχει στο ψυγείο αρχ. κοπιάζω άσκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ, καλο κοπώ] … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… … Dictionary of Greek
οινοψυκτήρ — οἰνοψυκτήρ και οἰνιψυκτήρ, ῆρος, ὁ (Α) αγγείο για ψύξη οίνου, ψυγείο οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ψυκτήρ] … Dictionary of Greek